- κοσμικούς
- κοσμικόςof the worldmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Miltiade (Pere de l'Eglise) — Miltiade (Père de l Église) Miltiade est un Père de l Église du IIe siècle dont toutes les œuvres sont perdues. Tertullien l appelle « Miltiade le sophiste » (au sens de « rhéteur ») ce qui paraît une allusion à l… … Wikipédia en Français
Miltiade (Père de l'Église) — Pour les articles homonymes, voir Miltiade. Miltiade est un Père de l Église du IIe siècle dont toutes les œuvres sont perdues. Tertullien l appelle « Miltiade le sophiste » (au sens de « rhéteur ») ce qui paraît une… … Wikipédia en Français
Miltiade (père de l'église) — Miltiade est un Père de l Église du IIe siècle dont toutes les œuvres sont perdues. Tertullien l appelle « Miltiade le sophiste » (au sens de « rhéteur ») ce qui paraît une allusion à l élégance de son style. La liste… … Wikipédia en Français
κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… … Dictionary of Greek
θρίαμβος — I Δημόσια πανηγυρική τελετή που πραγματοποιούσαν οι νικητές στρατηγοί στην αρχαία Ρώμη. O θ. οργανωνόταν μόνο ύστερα από αίτηση του στρατηγού δικτάτορα, ύπατου, ανθύπατου ή πραίτορα και με άδεια της Συγκλήτου. Περιλάμβανε μια μεγάλη πομπή, η… … Dictionary of Greek
κληρικός — ή, ό (AM κληρικός, ή, όν) [κλήρος] το αρσ. ως ουσ. ο κληρικός γενική ονομασία τής τάξης τών διακόνων, πρεσβυτέρων και επισκόπων, ιερωμένος, σε αντιδιαστολή με τους κοσμικούς, τους λαϊκούς νεοελλ. μσν. εκκλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον… … Dictionary of Greek
κοσμικός — ή, ό (ΑM κοσμικός, ή, όν) [κόσμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόσμο, στο σύμπαν (α. [στην πυθαγόρεια φιλοσοφία] «κοσμική μουσική» το σύνολο τών διακεχυμένων στο σύμπαν αρμονιών β. «τ οὐρανοῡ δὲ καὶ τῶν κοσμικῶν πάντων», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
λορδός — (lord). Τίτλος ευγενείας. Στη Μεγάλη Βρετανία ο τίτλος αναφέρεται γενικά σε πρίγκιπα ή μονάρχη, καθώς και σε φεουδάρχη ανώτερης βαθμίδας, ο οποίος υπάγεται άμεσα στην εξουσία του βασιλιά. Αφορά τους κληρονόμους του τίτλου, οι οποίοι δικαιούνται… … Dictionary of Greek
λόρδος — (lord). Τίτλος ευγενείας. Στη Μεγάλη Βρετανία ο τίτλος αναφέρεται γενικά σε πρίγκιπα ή μονάρχη, καθώς και σε φεουδάρχη ανώτερης βαθμίδας, ο οποίος υπάγεται άμεσα στην εξουσία του βασιλιά. Αφορά τους κληρονόμους του τίτλου, οι οποίοι δικαιούνται… … Dictionary of Greek
νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές … Dictionary of Greek